Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει,
μα κι αν τύχει και θυμώσει, μες το χιόνι θα μας χώσει...
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια τεράστια σπηλιά ζούσαν οι δώδεκα μήνες τρώγοντας, πίνοντας και περιμένοντας ώσπου να έρθει η σειρά του καθενός. Μέσα στη σπηλιά είχαν βάλει ένα βαρέλι γεμάτο με κρασί κι όταν ήρθε η ώρα να το πιουν άνοιξε ο καθένας από μια τρύπα κι έβαλε τη βρύση του. Ο Μάρτης έβαλε τη βρύση του όσο πιο χαμηλά μπορούσε. Οι άλλοι μήνες τον κορόιδευαν πως έτσι θα πιει τα κατακάθια, αλλά αυτός χαμογελούσε πονηρά. Είχε το σκοπό του.
Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες και οι μήνες διασκέδαζαν πίνοντας από λίγο κρασί τη φορά προσεχτικά για να μην τους τελειώσει γρήγορα. Μια μέρα όμως που έλειπαν οι άλλοι μήνες, ο Μάρτης άνοιξε τη βρύση του και ρούφηξε όλο το κρασί. Όταν επέστρεψαν οι υπόλοιποι μήνες έτρεξαν διψασμένοι προς το βαρέλι.
-Μάρτη, φέρε μας κρασί φώναξε ο Θεριστής που φορούσε ψάθινο καπέλο και στο χέρι του κρατούσε ένα δρεπάνι.
-Ναι, ναι κρασί, φώναξαν και οι άλλοι μήνες.
-Μα δεν τα μάθατε; φώναξε γελώντας ο Νοέμβρης.
-Τι να μάθουμε; ρώτησε ο Αλωνάρης που το κεφάλι του ήταν ξερό και άγονο σαν το αλώανι.
-Ο Μάρτης ξαναπαντρεύτηκε και τώρα έχει δυο γυναίκες, μια όμορφη και φτωχιά και μια άσχημη και πλούσια. Όταν είναι με την όμορφη ο καιρός είναι καλός ,ενώ όταν είναι με την άσχημη βρέχει και χιονίζει…
Ο Απρίλης που ήταν ο πιο όμορφος από όλους τους μήνες γελούσε. Γελούσε γιατί σε λίγες μέρες θα τελείωναν οι μέρες του Μάρτη και θα ερχόταν η σειρά του.
-Κρασί, κρασί ακούστηκε τότε η φωνή του Φλεβάρη. Τι μας νοιάζει εμάς τι κάνει ο Μάρτης με τις γυναίκες του; Κι έτρεξαν όλοι στο βαρέλι.
Εκεί όμως βρήκαν το Μάρτη ξαπλωμένο, με τη μακριά του φουστανέλα μούσκεμα από το κρασί! Οι άλλοι μήνες άρχισαν να γελάνε μόλις όμως άνοιξαν τη βρύση τους να πιουν τίποτα! το στόμα τους γέμισε αέρα. Τότε κατάλαβαν πως ο Μάρτης τους ήπιε όλο το κρασί από το βαρέλι και θυμωμένοι άρχισαν να τον βαράνε με κλοτσιές και μπουνιές. Τον έκαναν μαύρο από το ξύλο. Όμως ο Μάρτης είναι ο πιο δυνατός από όλους τους μήνες και τον φοβούνται ακόμα και οι άνθρωποι, και πιο πολύ η γριά Γαλανή.
-Φύλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια έλεγε.
Η γριά Γαλανή είχε δέκα κατσίκες και έλπιζε να κάνουν κατσικάκια, να τα πουλήσει ώστε να μπορέσει να ζήσει. Έτσι κι έγινε. Οι κατσίκες γέννησαν και τα κατσικάκια χοροπηδούσαν χαρούμενα. Κι ενώ ο Μάρτης έφτανε στο τέλος του, βροντές ηχούσαν στον αέρα κι ένα παγωμένο χαλάζι χτύπησε την καημένη γριούλα στο πρόσωπο την ώρα που έτρεξε να περιμαζέψει τα κατσικάκια στο μαντρί.
-Στα κομμάτια να πας, παλιό- Μάρτη, είπε. Δε σε έχω πια ανάγκη, σε λίγο έρχεται ο καλός και ζεστός Απρίλης, φώναξε η γριά Γαλανή.
Όμως ο Μάρτης την άκουσε, θύμωσε πολύ κι αποφάσισε να την τιμωρήσει. Έτσι όταν τον επισκέφτηκε ο ήρεμος και καλός Φλεβάρης για να του ζητήσει συγνώμη για το ξύλο που του έριξε μαζί με τους άλλους μήνες, ο Μάρτης έκανε πως το είχε ξεχάσει. Είχε το σχέδιό του. Κέρασε με κρασί τον Φλεβάρη κι όταν τον ζάλισε καλά καλά του είπε:
-Ξέρεις Φλεβάρη, σήμερα τελειώνει η σειρά μου και αύριο έρχεται η σειρά του Απρίλη.
Ο Φλεβάρης θύμωσε γιατί δεν συμπαθούσε καθόλου τον Απρίλη που ήταν όμορφος με ξανθά μαλλιά και όλα τα κορίτσια ήταν ερωτευμένα μαζί του.
-Λέω να τον κάνουμε να σκάσει από το κακό του, είπε ο Μάρτης. Να μου δανείσεις δυο μέρες σου, τις χειρότερες με βροχή και χαλάζι.
-Στις δίνω είπε ο Φλεβάρης μουδιασμένος μιας και οι μήνες δε δίνουν εύκολα τις μέρες τους.
Κι έτσι η γριά Γαλανή εκεί που περίμενε να έρθει ο Απρίλης, έπεσε τέτοιο χαλάζι που δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Δεν είχε που να κρυφτεί…
Ο Μάρτης, όταν η καταστροφή τελείωσε, γύρισε στη σπηλιά. Τον είδε ο Φλεβάρης και του ζήτησε πίσω τις δύο του μέρες.
-Ποιες μέρες, είπε αυτός. Αυτές είναι οι μέρες της γριάς.
Κι έτσι έμεινε ο Φλεβάρης με εικοσιοχτώ μέρες μόνο, γι’αυτό και τον λένε Κουτσοφλέβαρο.
Το διήγημα αυτό του Ανδρέα Καρκαβίτσα "Ο Κουτσοφλέβαρος",
είναι από το βιβλίο "Τα Ελληνικά", εκδόσεις Παπαδόπουλος .
ΠΗΓΗ: http://snipiagogio.blogspot.gr/2011/01/blog-post_28.html
Ο ΚΟΥΤΣΟΦΛΕΒΑΡΟΣ
Μια φορά κι ένα καιρό
σε πανύψηλο βουνό
μια περήφανη γριά
έβοσκε τριάντα αρνιά.
Το Μάρτη κοροϊδεύει.
Και τ' αρνάκια της χαϊδεύει.
«Μάρτη» γδάρτη και κακέ παλουκοκαύτη
τ' αρνιά μου ξεχειμώνιασα
και καθόλου δεν σε λόγιασα».
Ο Μάρτης βιαστικά
Τον Φλεβάρη ικετεύει
και του λέγει σιγανά
«Η γριά κοροϊδεύει!
Σε παρακαλώ πολύ,
Δάνεισέ μου δυό μερούλες
να σκορπίσω στη στιγμή
χιόνια σ' όλες τις ραχούλες,
να παγώσω τη γριά
και όλα της τ' αρνιά.
Ο Φλεβάρης ο κουτός
δυο μερούλες του δανείζει,
κι απόμεινε «Κουτσός»
στους δρόμους να γυρίζει.
«Κουτσοφλέβαρο» τόνε φωνάζουν
την καρδούλα του σπαράζουν.