Όλοι γλεντούν στους δρόμους της όμορφης πόλης με τραγούδια, σερπαντίνες και στολές. Μόνο ένα αγόρι κοιτάζει από το παράθυρο θλιμμένο τους μασκαράδες. Δεν είναι τιμωρημένο, ούτε άρρωστο. Τον λένε Αρλεκίνο και είναι τόσο φτωχός που δεν έχει τίποτα που να θυμίζει απόκριες. Μ’ ένα ξεβαμμένο πουκάμισο κι ένα μπαλωμένο παντελόνι δεν πας πουθενά. Η μάνα ξενοδουλεύει, ο πατέρας έχει “φύγει”, λεφτά δεν υπάρχουν για πολυτέλειες.
Πιερότοι, φασουλήδες, κολομπίνες, μαρκησίες, ιππότες, κλόουν και βασιλιάδες, χαρούμενοι στους δρόμους του κεφιού. Το αγόρι κλαίει. “Πρέπει κι εσύ να ντυθείς αποκριάτικα”, του λέει η μητέρα του τραβώντας τον στη σοφίτα. Μέσα στο σκονισμένο μπαούλο κρύφτηκε όλη η χαρά και η αγάπη. Γιατί μπορεί να μην υπήρχε τίποτα ορατό εκεί μέσα αλλά υπήρχαν δυο απλά πράγματα: πολύχρωμα κουρέλια και η αγάπη της μάνας.
Πολύχρωμα κουρέλια που το ένα, κλωστή κλωστή, γράπωσε το διπλανό του φτιάχνοντας μια πρωτόγνωρη, απίθανης ομορφιάς στολή. Μια μάσκα με δυο σχισμές στο μαύρο ύφασμα, ένα κορδόνι για ζωνάρι, ένας σκούφος από μαύρο πανί. Έτοιμος ο Αρλεκίνος να ξεχυθεί στους δρόμους.
Όταν έφτασε στη μεγάλη πλατεία όλοι τον θαύμασαν. “Μα ποιος σου έφτιαξε αυτήν την πανέμορφη στολή;”, τον ρώτησε ένα κορίτσι. “Μια σπουδαία κυρία”, της είπε ο Αρλεκίνος. “Τη λένε…”. Χμ! Αυτό δε θα σας το προδώσω. Θα σας πω μόνο ότι κάπως έτσι γεννήθηκε η στολή του περίφημου πια Αρλεκίνου και οι παραγγελίες άρχισαν να πέφτουν… βροχή!