Μύθοι, ιστορίες, παραμύθια και ποιήματα εξιστορούν τη ζωή του.
Μα οι απορίες και οι ερωτήσεις πολλές.
Ποιος και τι ακριβώς είναι ο μεταξοσκώληκας;
Που ζει;
Πως ζει;
Πόσο ζει;
Με τι τρέφεται;
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως τα ερωτήματα αυτά θα απαντηθούν στην τάξη μας
από μια πεταλούδα, μια λευκή πεταλούδα.
Η φωνή της ήταν πολύ σιγανή ,απαλή, μεταξένια.
"Εγώ είμαι μια λευκή πεταλούδα. Μη νομίζετε πως ήμουν πεταλούδα από την αρχή της ζωής μου.
Όχι! Δεν ήμουν! Μη βιάζεστε, θα σας τα διηγηθώ όλα.
'Oταν γεννήθηκα, ήμουν ένας μικροσκοπικός μεταξόσπορος. Με απλά λόγια το αβγό ενός μεταξοσκώληκα.
Το μέγεθός μου δεν ήταν μεγαλύτερο από το κεφαλάκι μιας καρφίτσας.
Ήμουν μέσα σε ένα κουτί με άλλα 20.000 αβγά και περίμενα.
Περίμενα να έρθει η άνοιξη, περίμενα να έρθει η ζωή.
Και πράγματι μόλις ο ήλιος άπλωσε τις ζεστές του ακτίνες πάνω μου...
...το’ σκασα το αβγουλάκι μου και βγήκα έξω.
Ήμουν, ένας μαυριδερός μεταξοσκώληκας.
Δεν πρόλαβα να προχωρήσω και με πήραν σηκωτό.
Και με άφησανν πάνω σε μια κρεβατίνα,
σε κάποιο κουκουλόσπιτο του Σουφλίου.
Στην αρχή τρομοκρατήθηκα.
Γρήγορα όμως κατάλαβα πως δεν ήθελαν το κακό μου .
Με τάιζαν, κάθε τέσσερις ώρες με ψιλοκομμένα φύλλα μουριάς.
Ήταν πεντανόστιμα, φρέσκα, φρέσκα και ζουμερά.
Έτρωγα, έτρωγα, έτρωγα ασταμάτητα.
Μόλις τέλειωναν μου έφερναν άλλα.
Πέρασα από πέντε διαφορετικά στάδια μέχρι να μεγαλώσω
και να υφάνω το κουκούλι μου.
Στους ενδιάμεσους χρόνους ένιωθα τέτοια κούραση κι έριχνα κι από έναν υπνάκο.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου μου ύπνου ,κάθε άλλο παρά κοιμόμουνα.
Στην πραγματικότητα άλλαζα πουκάμισο (δέρμα), γιατί το παλιό δεν με χωρούσε.
Η διάρκεια της εκτροφής μου ήταν 30 μέρες.
Μετά άρχισα το «κλάδωμα».
Κάποιος έφερε πάνω στην κρεβατίνα που έτρωγα ένα φουντωτό κλαδί πουρναριού .
Εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη σκαρφάλωσα επάνω του κι άρχισα να πλέκω το κουκούλι μου.
Απ' τους μεταξογόνους αδένες μου άρχισα να βγάζω μια πολύ γερή κλωστή .
Τυλιγόμουν και τυλιγόμουν με περισσή τέχνη και ύφαινα με μαεστρία τη φωλιά μου
μέσα σε απόλυτη ησυχία και χαμηλό φωτισμό.
Χώθηκα στο σπιτάκι μου και κουκουλώθηκα.
Στην αρχή ήταν ωραία, μα μετά άρχισα να βαριέμαι.
1,2,3,4,....10 ημέρες πόσο ακόμα να αντέξω.
'Ηθελα να φύγω, άρχισα να στεναχωριέμαι.
Και τότε ήρθε στο νου μου ένα κόλπο πολύ μαγικό.
Πέταξα με δύναμη το υγρό μου σάλιο πάνω στο κουκούλι που έφτιαξα
και του άνοιξα μια τεράστια τρύπα.
Απίστευτο κι όμως αληθινό! Μπορούσα να πετάξω!
Πάνω στους ώμους μου είχαν φυτρώσει δυο υπέροχα κάτασπρα φτερά.
Ευχαριστώ πολύ την αγαπημένη μου Δήμητρα Μπουρουλίτη,
για τις υπέροχες φωτογραφίες της, που μοιράστηκε μαζί μου.
Comments